- οστρεΐδες
- οιζωολ. οικογένεια ελασματοβράγχιων μαλακίων που περιλαμβάνει μαλάκια με χοντρές ανώμαλες θυρίδες, κυριότερο γένος τής οποίας είναι το στρείδι.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. ostreidae (< λατ. ostreum < ὄστρεον). Η λ. μαρτυρείται από το 1847 στον Ηλ. Τανταλίδη].
Dictionary of Greek. 2013.